μιλανέζικος

μιλανέζικος
-η, -ο [Μιλανέζος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μιλανέζο ή στο Μιλάνο ή αυτός που προέρχεται από το Μιλάνο («μιλανέζικα μακαρόνια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”